«Δεν μου έχει μείνει τίποτα. Τα ρίχνω όλα στις δουλειές μου. Προτιμώ να έχω πια ελάχιστο κέρδος, αλλά να μη ρίχνω την ποιότητά μου», λέει ο Βασίλειος Κωστέτσος
Ο Βασίλειος Κωστέτσος είναι ένας από τους σχεδιαστές μόδας που μεσουράνησαν τη δεκαετία. Έχει συνεργαστεί με μοντέλα τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό. Ο Βασίλειος Κωστέτσος σε συνέντευξή του στο Down Town Κύπρου μίλησε για τη δουλειά του και αποκάλυψε πως ένα πότζεκτ που έκανε στη Νέα Υόρκη του κόστισε 500.000 ευρώ.
– Πόσο έχουν μειωθεί τα κέρδη και οι απολαβές σου, σε σχέση με το παρελθόν;
Καμία σχέση πια, έχουν αλλάξει όλα τελείως – ειδικά η τιμή της πώλησης, έχει πέσει γύρω στο 80%. Από την πλευρά μου, με τη βοήθεια της αδελφής μου, της Πολυξένης, ασχολούμαι με την υψηλή ραπτική και με μοναδικά κομμάτια. Οι τιμές άλλαξαν, έπεσαν, όχι όμως η δουλειά και η ποιότητα των υφασμάτων μου. Ναι, μπορώ να λειτουργήσω με πιο φθηνά υφάσματα, αλλά δεν το κάνω! Δεν ρίχνω την ποιότητά μου, δεν κοροϊδεύω τον καταναλωτή. Η μόδα για μένα είναι δημιουργία. Προτιμώ να έχω πια ελάχιστο κέρδος, αλλά να μη ρίχνω την ποιότητά μου.
– Επειδή έζησες τη «χρυσή εποχή», προ κρίσης, κράτησες χρήματα;
Όχι, τίποτα. Τα έριξα όλα στη δουλειά μου και η τελευταία μου «ατασθαλία» ήταν η Νέα Υόρκη. Το «New York Fashion Week», το 2008, μου στοίχισε πάνω από 500.000 ευρώ.
– Μιλάς για μια οικονομική καταστροφή!
Ναι, διότι τότε ήμασταν στο μεταίχμιο. Κανείς δεν φανταζόταν το τι θα έρθει με την κρίση, από το 2011 και μετά. Εκεί μου κόπηκαν τα φτερά, διότι γινόμουν γνωστός στη Νέα Υόρκη και πολλοί στιλίστες με μάθαιναν και ζητούσαν κομμάτια μου για την Kelly Rowland, για το κόκκινο χαλί κλπ. Κι επάνω που γινόμουν ευρύτερα γνωστός, ήρθε η κρίση και με έκανε να μην μπορώ να συνεχίσω. Αν έμενα στο Los Angeles, θα έπρεπε να κλείσω τα μαγαζιά μου στην Αθήνα. Δεν το έκανα, όμως, γύρισα στη χώρα μου και βίωσα την κρίση. Θα μου πεις ότι είμαι λίγο «μαζόχας». Οκ, είμαι λίγο! Έχασα πολλά λεφτά τότε, αλλά δεν έμεινα άφραγκος, γιατί η μητέρα μου και η αδελφή μου φρόντισαν να καλύπτουν άλλα κομμάτια που, εγώ ως τρελοδημιουργός, δεν μπορούσα.